μυριαχώς

μυριαχώς
μυριαχῶς (Μ)
επίρρ. με αναρίθμητους τρόπους («Λαοδικεῑς μυριαχῶς ἐκάκωσεν», Νικ. Χων.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + επιρρμ. κατάλ. -αχώς (πρβλ. μοναχῶς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”